μαλαχτάρι — το εργαλείο των χτιστών με το οποίο μαλάζεται ο πηλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλαχτήρα — η το μαλαχτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαλακτήρας με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek